- τριπάρθενος
- -ον, Αομάδα από τρεις παρθένους, από τρεις κόρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + παρθένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπάρθενον — τριπάρθενος consisting of three virgins masc/fem acc sg τριπάρθενος consisting of three virgins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek